κολλυριων

κολλυριων
    κολλυρίων
    -ωνος ὅ предполож. дрозд-рябинник (Turdus pilaris) Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κολλυριων" в других словарях:

  • κολλυρίων — κολλυρίων, ωνος, ὁ (Α) είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλύρα + επίθημα ίων (πρβλ. καμιν ίων, κολοβ ίων)] …   Dictionary of Greek

  • κολλυρίων — κολλῡρίων , κολλύριον pessary neut gen pl κολλυρίων thrush masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • COLLYRA seu COLLYRIS — COLLYRA, seu COLLYRIS Graece Κολλύρα, et Κολλυρὶς, pastillus, seu parvus panis, in cinere coctus, atque inde cineribus fordidus. Hesychius: Ολλύρα, Θεόφραςος ἐπὶ τῶ ἐκ τέφρας πεπλασ μεν´ων. Aliter ἄκολος etc. Hinc κολλύρια, ocularia medicamenta,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιπεφυκώς — Πολύ λεπτός, διάφανος βλεννογόνος που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων καθώς και την μπροστινή επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού, στο ασπράδι του ματιού μέχρι το όριο του κερατοειδούς. Η φλεγμονή του ε. ονομάζεται επιπεφυκίτιδα και… …   Dictionary of Greek

  • εφεδρίνη — Αλκαλοειδές, το οποίο περιέχεται σε διάφορα είδη εφέδρας, απ’ όπου και λαμβάνεται. Έχει χημικό τύπο C6H5CH(CH3)ΝΗ(ΟΗ)CHCH3, δηλαδή είναι μία αμινοφαινόλη. Η ενέργειά της είναι παραπλήσια με της αδρεναλίνης και της αμφεταμίνης. Παρασκευάζεται και… …   Dictionary of Greek

  • θεοδότιος — θεοδότιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που εφευρέθηκε από τον Θεόδοτο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά θεοδότια ονομασία διαφόρων κολλυρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θεόδοτος] …   Dictionary of Greek

  • κορυλλίων — κορυλλίων, ωνος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κολλυρίων με αντιμετάθεση] …   Dictionary of Greek

  • λέαινα — Όνομα δύο εταίρων της αρχαιότητας. 1. Αθηναία εταίρα (6ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλη του Αρμόδιου, ενός από τους Τυραννοκτόνους. Όταν ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε, ο αδελφός του Ιππίας τη βασάνισε για να ομολογήσει ό,τι γνώριζε για τη συνωμοσία και η Α.… …   Dictionary of Greek

  • νεκτάριο — το (Α νεκτάριον) [νέκταρ] νεοελλ. στον πληθ. τα νεκτάρια βοτ. αδένες τών φυτών οι οποίοι εκκρίνουν νέκταρ και οι οποίοι βρίσκονται συνήθως στα άνθη αρχ. 1. το φυτό ελένιο 2. είδος φαρμάκου 3. ονομασία διαφόρων κολλυρίων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»